απαραχωρητος

απαραχωρητος
    ἀπαραχώρητος
    ἀ-παραχώρητος
    2
    не отступающий, неуступчивый, стойкий Polyb., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απαραχωρητος" в других словарях:

  • ἀπαραχώρητος — not giving ground masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαραχώρητος — η, ο (AM ἀπαραχώρητος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν παραχωρήθηκε ή δεν μπορεί να παραχωρηθεί αρχ. μσν. ο ανεπίτρεπτος αρχ. 1. αυτός που δεν υποχωρεί, ο σταθερός στις αποφάσεις του, ανένδοτος 2. αυτός που αρνείται να αποσυρθεί, να υποχωρήσει …   Dictionary of Greek

  • απαραχώρητος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν παραχώρησε κανείς σε άλλον ή δεν μπορεί να παραχωρήσει: Υπάρχουν ορισμένα δικαιώματα που είναι απαραχώρητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαραχωρήτως — ἀπαραχώρητος not giving ground adverbial ἀπαραχώρητος not giving ground masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραχώρητον — ἀπαραχώρητος not giving ground masc/fem acc sg ἀπαραχώρητος not giving ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραχωρήτους — ἀπαραχώρητος not giving ground masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραχώρητοι — ἀπαραχώρητος not giving ground masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»